- ερημοταφής
- ἐρημοταφής, -ές (Μ)αυτός που έχει ταφεί σε έρημο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος*) + -ταφής (< θάπτω)πρβλ. α-ταφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek